- μηνιαίος
- -α, -ο (ΑΜ μηνιαῑος, -α, -ον, Α θηλ. και μηνιαῑος) [μήν]1. αυτός που συμβαίνει, γίνεται ή εμφανίζεται κάθε μήνα (α. «μηνιαίο περιοδικό» β. «περίοδον μηνιαίαν», Στράβ.)2. αυτός που διαρκεί έναν μήνα ή αυτός που αντιστοιχεί σε έναν μήνα («μηνιαία άδεια»)νεοελλ.-μσν.1. το ουδ. ως ουσ. το μηνιαίο(ν)μισθός που δίνεται κάθε μήνα, μηνιάτικο2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μηνιαίατα μηναίανεοελλ.φρ. «μηνιαίος ρυθμός»βιολ. ένας από τους βιολογικούς ρυθμούς, ο οποίος διαρκεί κατά μέσο όρο 29,5 μέρεςαρχ.1. το τεταρτημόριο τού μήνα2. αυτός που έχει ηλικία ενός μήνα3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μηνιαῑατα έμμηνα τών γυναικών.επίρρ...μηνιαίως και -ιαία(ΑΜ μηνιαίως) κάθε μήνα.
Dictionary of Greek. 2013.